- εγκατοπτρίζομαι
- 1) отражаться;2) смотреться в зеркало
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκατοπτρίζομαι — (AM ἐγκατοπτρίζομαι) νεοελλ. υποδηλώνομαι, διαφαίνομαι αρχ. βλέπω το πρόσωπό μου σαν μέσα σε καθρέφτη … Dictionary of Greek
ἐγκατοπτρισάμενος — ἐγκατοπτρίζομαι look at oneself as in a mirror aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατοπτρίζεσθαι — ἐγκατοπτρίζομαι look at oneself as in a mirror pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφαντάζομαι — ἐμφαντάζομαι (AM) μσν. σχηματίζω στη φαντασία μου, επινοώ αρχ. 1. εμφανίζομαι στη φαντασία κάποιου 2. εγκατοπτρίζομαι, αντανακλώμαι 3. βλέπω όραμα, φάντασμα 4. παίρνω ορατή μορφή 5. συνδέομαι συνειρμικά στη φαντασία με κάτι («τὰ ἐμφανταζόμενα… … Dictionary of Greek